αριστολοχία

αριστολοχία
(aristolochia). Γένος πολυετών, ποωδών ή θαμνωδών φυτών της οικογένειας των αριστολοχιιδών, ιθαγενών των εύκρατων και τροπικών περιοχών. Η α. χαρακτηρίζεται από υπόγειο έρπον ρίζωμα από το οποίο βγαίνουν κατακόρυφοι όρθιοι ή περιελισσόμενοι βλαστοί. Τα φύλλα είναι καρδιόσχημα ή βελονοειδή. Από τις μασχάλες τους βγαίνουν κατά ομάδες τα ιδιόμορφα σωληνοειδή άνθη που έχουν κιτρινωπό ή κοκκινωπό χρώμα. To όνομα του φυτού προέρχεται από τις λέξεις άριστος και λεχώ, διότι το χρησιμοποιούσαν οι λεχώνες ως φαρμακευτικό φυτό. Παρότι έχουν βαριά, άσχημη οσμή, πολλά είδη χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά φυτά για τα παράξενα άνθη τους που σε μερικά είναι αρωματικά. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και παραφυάδες. Από τα περίπου 180 είδη του γένους τα 10 απαντώνται στην Ελλάδα ως αυτοφυή, στα κράσπεδα των δρόμων, σε φράκτες, αμπελότοπους κλπ. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι: α. η κληματίτις. Φυτό της Βόρειας Ελλάδας, με κίτρινα άνθη, γνωστό με την ονομασία μπεκρολαδόχερο. Όλα τα μέρη του φυτού περιέχουν μια πτητική ουσία, το αριστολοχικό οξύ, το οποίο είναι δηλητήριο. Η δηλητηρίαση προκαλεί σοβαρές στομαχικές διαταραχές, σπασμούς, ταχυπαλμία, υπόταση. Τελικά επιφέρει τον θάνατο, γιατί παραλύει το αναπνευστικό σύστημα. Ως αντίδοτο χρησιμοποιείται ζωικός άνθρακας. Ως φαρμακευτικό φυτό το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι στα δαγκώματα από φίδια και οι γιατροί της σχολής του Ιπποκράτη κατά τους τοκετούς. Σήμερα χρησιμοποιείται μόνο για εξωτερική χρήση στη θεραπεία μολυσμένων πληγών. α.η στρογγυλή. Και αυτό το είδος έχει κίτρινα άνθη, ενώ απαντάται σε όλη την Ελλάδα με τα ονόματα αμπελοκλάδι και παρούνα. α. η κρητική.Ενδημικό φυτό της Κρήτης με κοκκινωπά άνθη, γνωστό ως στιβάλια του λαγούμεγάλο βοτάνι. α. η τριχωτή.Ενδημικό φυτό της Χίου, γνωστό ως λύχνοςλυχναράκι με καταστανόχρωμα τριχωτά άνθη. α. η μικρόστομη. Φυτρώνει σε πετρώδεις άγονες περιοχές της Αττικής, της Αίγινας και της Αργολίδας, γνωστό και με τα ονόματα φλομονόχορτο και πικρόριζα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • aristoloquia — (del lat. «aristolochĭa», del gr. «aristolochía») f. Nombre común que se da a diversas especies de plantas aristoloquiáceas de los géneros Aristoloquia y Corydalis. ⇒ Clacopacle, serpentaria española. * * * aristoloquia. (Del lat. aristolochĭa, y …   Enciclopedia Universal

  • αμπελοκλαδόριζα — η Βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Aristolochia longa τού γένους Αριστολοχία …   Dictionary of Greek

  • λαγηνάκι — το (Μ λαγηνάκι) [λαγήνι] μικρό λαγήνι, σταμνάκι, κανάτι νεοελλ. κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού αριστολόχια …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • λοχός — λοχός, ἡ (Α) λεχώνα («Ἀριστολοχία, ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῡ δοκεῑν ἄριστα βοηθεῑν ταῑς λοχοῑς», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λόχος με αλλαγή γένους και καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα] …   Dictionary of Greek

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • πικρόρ(ρ)ιζα — η, Ν το γνωστό με τη λόγια ονομασία αριστολοχία η μικρόστομη φυτό …   Dictionary of Greek

  • πλειστολόχεια — ἡ, Α 1. είδος τού φυτού αριστολόχια 2. το φυτό αλθαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + λοχεία «τοκετός» (< λοχεύω), πρβλ. αριστο λόχεια] …   Dictionary of Greek

  • φιδόχορτο — και παλ. εσφ. τ. φειδόχορτο, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά πολλά είδη φυτών τής ελληνικής χλωρίδας, όπως λ.χ. είδη τού γένους άρο, τού γένους αριστολόχια, τού γένους γναφάλιο, τού γένους ερύγγιο κ.ά., αλλ. φιδοχόρταρο ή… …   Dictionary of Greek

  • φλεμονόχορτο — το, Ν το φυτό αριστολοχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”